Όταν ομιλούμε και όταν γράφουμε – ακόμα και όταν… προσευχόμαστε – πρέπει πάντοτε να έχουμε στη σκέψη μας ότι πίστη και γνώση είναι δυο αντιθετικές έννοιες. Και εξηγώ: Ενώ η πίστη στηρίζεται στην υποκειμενικότητα, στην ελπίδα, στη φαντασία και στη… προσωπική αλήθεια, η γνώση στηρίζεται στα γεγονότα, στις αποδείξεις και στην… αντικειμενική αλήθεια. Ένα παράδειγμα της πίστης είναι η χριστιανική θρησκεία, η οποία στηρίζεται στα «ευαγγέλια» τα οποία δήθεν έγραψαν – με το… χέρι τους – οι μαθητές του Ιησού, ενώ τα ευαγγέλια αυτά είναι εντελώς… ανύπαρκτα – ναι, δεν υπάρχουν πουθενά! Εκτός, βέβαια, από αυτά που έγραψαν οι υπηρέτες των «άγιων» Βυζαντινών αυτοκρατόρων – μερικούς αιώνες μετά που απέθαναν οι μαθητές του Ιησού, χωρίς να αφήσουν τίποτα πίσω τους. Και, όμως, οι χριστιανοί πιστεύουν ότι τα «ευαγγέλια» τα έγραψαν οι μαθητές του Ιησού – αυτό σημαίνει θρησκευτική πίστη… Στην αντίθετη πλευρά είναι η γνώση. Ένα παράδειγμα της γνώσης είναι ο θεός ήλιος τον οποίο δόξαζαν οι προ-χριστιανοί πρόγονοι μας. Και ο παντοδύναμος αυτός θεός είναι ακόμα εκεί μπροστά μας και τον βλέπουμε – και μας… αγκαλιάζει – και όταν σβήσει αυτός θα σβήσουμε και εμείς. Και τώρα στα δύο είδη θεών.
Το πρώτο είδος θεών είναι οι εικόνες των θεών καθώς παρουσιάζονται μέσα από τα «ιερά» συγγράμματα των διάφορων θρησκειών. Είναι ο Εβραϊκός θεός της «Παλαιάς Διαθήκης,» ο χριστιανικός θεός της «Νέας Διαθήκης», ο μωαμεθανικός θεός του «Κορανίου» κλπ. Αυτοί οι θεοί των διάφορων θρησκειών έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, καθώς και ορισμένες διαφορές μεταξύ τους. Ο Εβραϊκός θεός, για παράδειγμα, έχει «προφήτες» και δεν έχει «υιό». Ο χριστιανικός θεός αποφάσισε μια μέρα να δημιουργήσει έναν «θεάνθρωπο» – τον Ιησού, τον οποίο δήθεν έχρισε και τον έκανε… χριστό. Ο μωαμεθανικός θεός αποφάσισε – μια άλλη μέρα – να… χρίσει τον Μωάμεθ σαν «αληθινό» εκπρόσωπο του, κλπ. Ναι, υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των θεών των διάφορων θρησκειών καθώς, επίσης, υπάρχουν ορισμένες ομοιότητες. Σε γενικές γραμμές, οι θεοί αυτοί είναι δημιουργοί των πάντων («ορατών τε και… αοράτων»). Είναι, επίσης «παντοδύναμοι,» «παντογνώστες,» «πανάγαθοι» κλπ.
Όταν οι εικόνες των θεών των διάφορων θρησκειών εξεταστούν και αναλυθούν σύμφωνα με τη λογική και την Επιστήμη – και όχι σύμφωνα με τη… θρησκευτική πίστη – τότε οι θεοί αυτοί γίνονται τραγικά φαντάσματα και… ανύπαρκτοι. Και εξηγώ: Λογικά και επιστημονικά δεν είναι δυνατόν να υπάρχει ένας «τέλειος» δημιουργός (παντοδύναμος, παντοκράτορας, παντογνώστης, πανάγαθος,) ο οποίος δημιούργησε ένα κόσμο που παρουσιάζει… ουκ ολίγες ατέλειες. Και ουδείς λογικός άνθρωπος μπορεί να εισηγηθεί ότι ο κόσμος μας – δηλαδή η φύση γύρω μας, καθώς και τα… ανθρώπινα και άλλα ζώα, τα οποία «κοσμούν» τη φύση αυτή – είναι όλα… τέλεια. Ναι, έχουμε τα «καλά» μας, τις ανέσεις και τις ευτυχίες μας, αλλά έχουμε και τα «κακά» μας, τις τραγωδίες και τις δυστυχίες μας. Όχι, ο κόσμος δεν είναι… τέλειος. Μερικές φορές η φύση γύρω μας συμβάλλει στη προστασία και στην ανάπτυξη της ανθρώπινης ζωής, και άλλες φορές μας οδηγεί στη καταστροφή και τον… αφανισμό. Ένα απτό παράδειγμα είναι ο ήλιος και η βροχή, τα οποία συμβάλλουν στη διατήρηση και ανάπτυξη της ζωής, και συγχρόνως έχουμε τις πλημύρες, τα ηφαίστεια και τους σεισμούς, τα οποία οδηγούν στη καταστροφή – και στην… οργή του θεού.
Το λογικό και επιστημονικό πρόβλημα, λοιπόν, είναι να απαντήσουμε στο ερώτημα: Πως είναι δυνατόν ένας «τέλειος» δημιουργός να δημιουργήσει έναν «ατελή» κόσμο. Και η απάντηση έρχεται φυσιολογικά: Δεν υπάρχει τέλειος δημιουργός. Και είναι εδώ που συναντούμε το δεύτερο είδος των θεών – των θεών οι οποίοι στηρίζονται στη γνώση και στην Επιστήμη και όχι στη θρησκευτική πίστη. Και οι θεοί αυτοί πηγάζουν από τη φύση μέσα στην οποία ζει ο άνθρωπος, καθώς και από τις προσωπικές και κοινωνικές συνθήκες της ανθρώπινης ζωής. Μια αντιπροσωπευτική εικόνα των θεών αυτών είναι η ομάδα των θεών τους οποίους δημιούργησαν οι προ-χριστιανοί Έλληνες πρόγονοι μας – είναι ο Ζευς με τους κεραυνούς του, ο Ποσειδώνας με την τρίαινα και τη θάλασσα του, ο Απόλλωνας με τον ήλιο του, η Αθηνά με την ανθρώπινη / κοινωνική σοφία της, η Αφροδίτη με την ομορφιά και τον έρωτα της, η Δήμητρα με τα σιτηρά της, κλπ. (Αυτοί οι θεοί δεν είναι τέλειοι, παντοδύναμοι, παντογνώστες κλπ.)
Αναλυτικά, το δεύτερο αυτό είδος θεών, είναι ένας κατάλογος χαρακτηριστικών της φύσης, μέσα στην οποία βρέθηκε ο άνθρωπος – καθώς και χαρακτηριστικών της ίδιας της ανθρώπινης φύσης – και των επιπτώσεων που όλα αυτά τα χαρακτηριστικά έχουν στην ανθρώπινη καθημερινότητα. Δηλαδή, αντανακλούν το επίπεδο της πνευματικής ανάπτυξης του ανθρώπου, κατά την χρονική περίοδο που οι φυσικές αυτές δυνάμεις θεοποιήθηκαν – καθώς και τον βαθμό επίδρασης που οι δυνάμεις αυτές εξασκούσαν στην ανθρώπινη ζωή. Ο ήλιος, για παράδειγμα, ήταν μια ανώτερη δύναμη, η οποία είχε – και… έχει βέβαια – μια πρωταρχική συμβολή στη διατήρηση της ζωής στον πλανήτη της Γης μας. Τώρα, αν ο ήλιος είναι υποχείριο του Απόλλωνα είτε όλοι εμείς – άνθρωποι και… θεοί – είμαστε υποχείριο στον ήλιο, είναι δευτερεύον ζήτημα. Το γεγονός είναι ότι σαν ξεψυχήσει ο ήλιος μας – περίπου σε τέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια από σήμερα – η Γη μας θα γίνει ένα σύννεφο από σκόνη μέσα στο αχανές σύμπαν. Κάτι παρόμοιο μπορούμε να δηλώσουμε για τους κεραυνούς του Δία και τις θάλασσες του Ποσειδώνα. Ενόσω η Γή μας επιβιώνει, και παρόλη τη προστασία που μας προσφέρουν οι τεχνολογικές επιτεύξεις μας, οι κεραυνοί, τα ηφαίστεια και η φουρτουνιασμένη θάλασσα θα συνεχίσουν να μας προκαλούν δέος – άσχετο εάν σχετίζονται είτε όχι με τον Δία, είτε με τον Ήφαιστο και τον Ποσειδώνα.
Αφού το δεύτερο είδος θεών στηρίζεται στη γνώση και στην επιστήμη, ήταν φυσιολογικό για την εικόνα τους να αλλοιώνεται με την πνευματική και επιστημονική ανάπτυξη του ανθρώπου. Έτσι, οι πρόγονοι μας προχώρησαν από τη θεολογία του Ομήρου, καθώς παρουσιάζεται στην «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια», στη φιλοσοφία και την επιστήμη. Από τον όγδοο αιώνα π.χ. του Ομήρου, οι προ-χριστιανοί Έλληνες προχώρησαν στον έβδομο και έκτο αιώνα π.χ. όπου οι Επτά Σοφοί (Θαλής, Σόλων, Περίανδρος, Κλεόβουλος, Χείλων, Βίας και Πιττακός) άρχισαν να κάνουν αναλύσεις της γύρω φύσης και της οντότητας του ανθρώπου και να τοποθετούν τα θεμέλια της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Και ο σπόρος αυτός καλλιεργήθηκε από τους μετέπειτα φιλοσόφους και επιστήμονες και φτάσαμε στους ανθούς και τη καρποφορία της Κλασσικής Εποχής.
Δεν ήταν καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η Αθήνα αξιώθηκε να δημιουργήσει τα δύο πρώτα πανεπιστήμια στο κόσμο – την Ακαδημία του Πλάτωνα και το Λύκειο του Αριστοτέλη. Ήταν απόρροια του γεγονότος ότι οι θεοί των Ελλήνων δεν ήσαν «παντοδύναμοι», «παντογνώστες», «πανάγαθοι» και… θαυματουργοί! – δεν ήσαν… ειδωλολατρικοί. Ήσαν βγαλμένοι μέσα από την γύρω μας φύση και την οντότητα του ανθρώπου – και, συνεπώς, άφησαν την ανθρώπινη διάνοια ελεύθερη να συνεχίσει την ανάπτυξη της, να ανθίσει και να καρποφορήσει. Και για αυτό δεν χρειαζόμαστε οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία – αδιάψευστοι μάρτυρες είναι το φως που μας κληροδότησε ο Ελληνικός πολιτισμός και το σκοτάδι μέσα στο οποίο μας έθαψε ο χριστιανικός… πρωτογονισμός. Δηλαδή η δημοκρατία, η φιλοσοφία, οι επιστήμες, οι τέχνες και ο πνευματικός και σωματικός αγώνας του Ελληνικού πολιτισμού – σε αντίθεση με τη θεοκρατία, τις προφητείες, τις γονυκλισίες, τις προσευχές και τις… θαυματουργίες της χριστιανικής πίστης.
Ναι, υποτίθεται ότι σκοπός του Ιησού ήταν να «εκσυγχρονίσει» – και όχι να «καταργήσει» – την πανάρχαια, Εβραϊκή θρησκεία. Δηλαδή να κτίσει τη «Νέα Διαθήκη» πάνω στη «Παλαιά Διαθήκη». Λησμόνησε, όμως, ότι ο εκσυγχρονισμός είναι μάταιος, όταν στηρίζεται σε πρωτόγονα και σάπια θεμέλια… Σήμερα, λοιπόν, η Ελλάδα μας είναι πνευματικά αλυσοδεμένη από τη πρωτόγονη, Εβραίο-χριστιανική θρησκεία – και δεν μπορεί να πάει μπροστά, εάν δεν σπάσει τις αλυσίδες αυτές… Περισσότερα στο ποίημα μου που ακολουθεί:
ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ
Ήλιε τρανέ, ήλιε χρυσέ,
του Απόλλωνα καμάρι,
μέσα στη μαύρη μοίρα μας
λαμπρό μαργαριτάρι.
Ξύπνησε ήλιε κι’ άργησε
η μέρα να χαράξει,
κι’ η Ελλάδα μέσ’ τη φωτιά
τα ράσα να πετάξει.
Και να ντυθεί στη γιορτινή
την άσπρη φορεσιά της –
στο φως που χιλιοδόξασαν
τ’ αθάνατα παιδιά της.
Μη μας αφήνεις ήλιε μου
μέσ’ το βαθύ σκοτάδι,
οι κληρικοί μας μοιάζουνε
σαν άγγελοι του Άδη.
Μαύρα τα ρούχα που φορούν
και μαύρη η καρδιά τους,
κι’ όλο μωρία και χολή
τα ευαγγέλια τους.
Μας έκαναν αμαρτωλούς
ψεύτες κι’ ειδωλολάτρες,
πνευματικά ανίκανους
και της κακίας λάτρες.
Ξύπνησε ήλιε κι’ άργησε
η μέρα να χαράξει,
κι’ η Ελλάδα μέσ’ τη φωτιά
τα ράσα να πετάξει.
Ανδρέας Κωνσταντινίδης