Ανδρέας Κωνσταντινίδης, ΒΑ, ΜΑ.
Αυτές τις μέρες που γιορτάζουμε την επανάσταση του 1821, θα ήταν ευχής έργον να ρίξουμε μια ματιά στην Ελληνική μας Ιστορία χωρίς προσωπίδες, χωρίς χριστιανικές «ιερές» γραφές και χωρίς χριστιανικά «θαύματα».
Κατά τη μακραίωνα Ελληνική μας Ιστορία, οι Έλληνες δοξάσαμε δύο ημίθεους: τον Ηρακλή και τον Ιησού Χριστό. Ο πρώτος ήταν αθλητής και ο δεύτερος ήταν ασκητής. Ο πρώτος έκανε άθλους και ο δεύτερος έκανε προσευχές. Ο πρώτος οδήγησε τους Έλληνες στη δημιουργία της Κλασσικής Ελλάδας, και ο δεύτερος οδήγησε τους Έλληνες στη πνευματική σκλαβιά και στον αφανισμό – πρώτα σαν υπηρέτες στους “άγιους” Βυζαντινούς αυτοκράτορες και της Ιεραρχίας των, και μετά σαν ραγιάδες στους επιπρόσθετους αφέντες μας, τους σουλτάνους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Δίχως τον δουλοπρεπή χριστιανισμό, τον οποίο μας επέβαλαν οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες, οι Έλληνες ποτέ δεν θα ζούσαμε σκλάβοι των Οθωμανών για τετρακόσια χρόνια – όπως δεν ζήσαμε σκλάβοι στους Ανατολίτες Πέρσες. Και εξηγώ:
Ο Ηρακλής δεν κατόρθωσε μόνο τους Δώδεκα Άθλους, αλλά ήταν το ίνδαλμα το οποίο ενέπνεε τον ήρωα του Τρωϊκού πολέμου, Αχιλλέα. Όταν, για παράδειγμα, η Θέτις – η μάνα του Αχιλλέα – προειδοποίησε τον γιο της ότι μετά τον θάνατο του Έκτορα, τον οποίο ετοιμαζόταν να πολεμήσει και να φονεύσει ο Αχιλλέας, θα ακολουθήσει και ο δικός του θάνατος, ο Αχιλλέας της απάντησε: Ούτε και ο ημίθεος Ηρακλής κατόρθωσε να αποφύγει τον θάνατο – ας έρθει και ο δικός μου θάνατος. Εδώ, στις λέξεις αυτές από την Ιλιάδα του Όμηρου, μπορούμε να εκτιμήσουμε τη μεγάλη υπόληψη και λατρεία που είχαν οι Έλληνες για τον Ηρακλή! Και να σημειώσουμε ότι στη συνέχεια, ο ίδιος ο Αχιλλέας
ενέπνευσε τον Μεγαλέξανδρο. Προτού ξεκινήσει για την εκστρατεία του στην Ανατολή, ο Μεγαλέξανδρος επισκέφθηκε την ιερή κοιλάδα της Ολυμπίας, και μπροστά στο μνημείο του Αχιλλέα αναφώνησε: Τυχερέ νέε που βρέθηκε ο Όμηρος να εξυμνήσει τη δόξα σου.
Πολυσχιδής η προσφορά του Ηρακλή στον Ελληνικό πολιτισμό. Κρίνοντας, όμως, από τις μέρες μας και τη σύγχρονη εμπειρία μας, μπορούμε να αποφανθούμε ότι η μεγαλύτερη προσφορά του είναι οι έννοιες του ανθρώπινου αγώνα και του ανθρώπινου άθλου. Αρχικά σαν αγώνας είτε εναντίον άγριων θηρίων, είτε εναντίον εχθρικών φυσικών συνθηκών, εξελίχθηκε στη συνέχεια σε πνευματικό, επιστημονικό και κοινωνικοπολιτικό αγώνα. Ο μεγάλος ποιητής μας Πίνδαρος (522-438 π.χ.) για παράδειγμα γράφει, μεταξύ άλλων, στη Πρώτη Ολυμπιακή Ωδή: Αφού όλοι θα γεράσουμε και θα
πεθάνουμε, γιατί να περιμένουμε τα αφανή και άδοξα γηρατειά και να μην αγωνιστούμε και να δοξαστούμε ενόσω είμαστε στη νεότητα μας. Στο ίδιο ποίημα του, ο Πίνδαρος αναφέρεται στον Ηρακλή σαν τον οργανωτή των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων.
Ο Πίνδαρος, βέβαια, έγραφε για τη δόξα που αποκτούσαν οι Ολυμπιονίκες και, γενικά, οι νικητές στις άλλες, μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις όπως οι αγώνες στους Δελφούς, στη Νεμέα και στον Ισθμό.
Ναι, πρώτα ήταν ο αγώνας, η αξία και η δόξα της σωματικής ευρωστίας – και κατά επέκταση – η δύναμη ψυχής και θάρρους – επειδή αυτό σήμαινε επικράτηση και επιβίωση εναντίον εχθρικών φυσικών συνθηκών, καθώς και εχθρικών «βαρβάρων». Τον αγώνα αυτό τον συναντούμε επίσης στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια του Ομήρου. Στην Ιλιάδα είναι, κυρίως, πολεμικός αγώνας και στην Οδύσσεια είναι, κυρίως, αγώνας εναντίον εχθρικών φυσικών συνθηκών. Και στα δύο βιβλία, επίσης,
υπάρχει ένα κεφάλαιο αφιερωμένο σε αθλητικούς αγώνες.
Ο πολεμικός και αθλητικός αγώνας έδωσε ζωή στον πνευματικό αγώνα. Ενώ ο Πίνδαρος έγραφε ποιήματα για τους νικητές των αθλητικών αγώνων, ο Αισχύλος (525-456 π.χ.) άρχισε να γράφει θεατρικά έργα (τραγωδίες). Και τον Αισχύλο ακολούθησαν ο Σοφοκλής (496-406 π.χ.) ο Ευριπίδης
(484-406) και ο Αριστοφάνης (450-388). Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα έχουμε επίσης τους μεγάλους φιλοσόφους μας, τους επιστήμονες, τους καλλιτέχνες και τους πολιτικούς. Ο Περικλής (495-429 π.χ.) συνεργαζόμενος με τους αρχιτέκτονες Καλλικράτη και Ικτίνο, καθώς και με το γλύπτη Φειδία (490-430
π.χ.) άρχισε να αναμορφώνει την Ακρόπολη και να δημιουργεί τον Παρθενώνα. Ναι, αγώνας αθλητικός, πνευματικός, επιστημονικός και καλλιτεχνικός. Αγώνας προοδευτικός και δημιουργικός.
Ένας αγώνας που δημιούργησε τη Κλασσική Ελλάδα – ένα πολιτισμό που σήμερα, δηλαδή δυόμισι χιλιάδες χρόνια από τότε, θαυμάζει και μιμείται ολόκληρος ο κόσμος.
Όταν οι Ρωμαίοι κατέκτησαν την Αθήνα, το 146 π.χ., δεν σταμάτησαν τον Ελληνικό, παραδοσιακό αγώνα. Τουναντίον θαύμασαν τον Ελληνικό πολιτισμό, τον αγκάλιασαν και άρχισαν και αυτοί να αγωνίζονται και να δημιουργούν. Και έτσι δημιουργήθηκε η Ελληνορωμαϊκή εποχή. Ο αθλητισμός, η φιλοσοφία, η επιστήμη, οι τέχνες, συνέχισαν να αναπτύσσονται μέχρις ότου οι «άγιοι» Βυζαντινοί αυτοκράτορες απαγόρευσαν τους Ολυμπιακούς αγώνες και, συγχρόνως, έδωσαν τέλος σε κάθε είδους
ανθρώπινο αγώνα για πρόοδο και ανάπτυξη.
Ο αγωνιζόμενος και νικηφόρος, ημίθεος Ηρακλής, όχι μόνο δεν ήταν χρήσιμος για τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες αλλά, τουναντίον, λογιζόταν επιβλαβής. Οι ανήσυχοι υπήκοοι της αχανούς και πολυεθνικής αυτοκρατορίας – σύμφωνα με τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες – δεν χρειάζονταν για
ίνδαλμα έναν αθλητή και αγωνιστή, αλλά ένα γονατιστό ασκητή. Και έτσι δημιουργήθηκε ο ημίθεος («θεάνθρωπος») Ιησούς Χριστός.
Όταν ο Ιησούς οδηγήθηκε μπροστά στους Ρωμαίους δικαστές – κατηγορούμενος ότι προετοίμαζε επανάσταση εναντίον των Ρωμαίων κατακτητών, για να γίνει ο ίδιος βασιλιάς των Ιουδαίων – ο Ιησούς διαμαρτυρήθηκε: «Όχι. Η βασιλεία μου δεν είναι στη Γη – είναι στον ουρανό». Επίσης, φέρεται να
είπε το γνωστό «Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ». Δηλαδή, σαν παράδειγμα για τους χριστιανούς, ο Ιησούς παρουσιάζεται σαν νομοταγής υπήκοος στους Ρωμαίους κατακτητές – και κατ’ επέκταση στους Βυζαντινούς αυτοκράτορες. Η επίγεια εξουσία και δόξα στον Καίσαρα – καθώς
και στους «άγιους» Βυζαντινούς αυτοκράτορες, οι οποίοι διαδέχθηκαν τον Καίσαρα – και η ουράνια εξουσία και δόξα στον θεάνθρωπο Ιησού και στον θεό. Όσον αφορά για την εξουσία και δόξα των αδύνατων και φτωχών ανθρώπων της αυτοκρατορίας, αυτοί να προσεύχονται γονατιστοί και να κάνουν υπομονή μέχρι τη… Δευτέρα Παρουσία.
Τον ίδιο τον Ιησού δεν μπορούμε να τον κατηγορήσουμε για τίποτα, επειδή δεν γνωρίζουμε κατά πόσο τα «Ιερά Ευαγγέλια» και η «Άγια Γραφή» εκφράζουν πραγματικά, ιστορικά γεγονότα της εποχής του
Ιησού. Και το ίδιο μπορούμε να δηλώσουμε για τους «μαθητές» του Ιησού, επειδή ούτε και αυτοί άφησαν πίσω τους σημεία γραφής – είτε απλής… ύπαρξης. Τα πρώτα «ιερά» βιβλία του χριστιανισμού εγράφησαν από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες και τους υπηρέτες αυτών. Και αυτό συνέβη ορισμένους αιώνες μετά τον θάνατο του Ιησού. Είναι απλώς στη κρίση του κάθε ανθρώπου να αποδεχθεί τα βιβλία αυτά σαν «ιερά». Και οι οπαδοί του χριστιανισμού τα αποδέχονται, ενώ οι οπαδοί
άλλων θρησκειών – καθώς και οι «άπιστοι» επιστήμονες – τα απορρίπτουν.
Ενώ, όμως, δεν μπορούμε να ψέξουμε τον Ιησού για τις απαράδεχτες πτυχές του χριστιανισμού, είναι επιβεβλημένο καθήκον μας – όχι απλώς δικαίωμα μας – να στηλιτεύσουμε τις εγκληματικές ραδιουργίες των «άγιων» Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Οι λέξεις που παρουσιάζονται να βγαίνουν από
το στόμα του Ιησού, είναι απτό παράδειγμα που πιστοποιεί ότι ο χριστιανισμός δημιουργήθηκε για το μεγαλείο των «άγιων» Βυζαντινών αυτοκρατόρων και για τον αφανισμό του Ελληνισμού. Οι διαπρεπείς προ-χριστιανοί Έλληνες – όπως οι φιλόσοφοι, συγγραφείς, επιστήμονες, καλλιτέχνες, πολιτικοί – οι οποίοι αγωνίστηκαν και δημιούργησαν την Κλασική Ελλάδα, χαρακτηρίστηκαν ως… ειδωλολάτρες. Ναι, “ειδωλολάτρες” οι αγωνιστές, οι νικητές και δημιουργοί Έλληνες, και πνευματικά ορθοί οι ηττημένοι, γονατιστοί και προσευχόμενοι, χριστιανοί Έλληνες!
Λησμονούμε ότι η σωστή και αντικειμενική κρίση βασίζεται στα έργα και όχι στα λόγια. Και ότι οι προ-
χριστιανοί και αγωνιστές Έλληνες δημιούργησαν ένα ανώτερο πολιτισμό, ο οποίος λάμπει αθάνατος
στις μέρες μας, ενώ οι γονατιστοί και προσευχόμενοι, χριστιανοί Έλληνες, δημιούργησαν ένα σκοτάδι
δύο χιλιάδων χρόνων. Περισσότερα στο ποίημα μου που ακολουθεί.
ΞΥΠΝΑ ΛΕΒΕΝΤΗ ΗΡΑΚΛΗ
Ξύπνα λεβέντη Ηρακλή
του έθνους μας καμάρι,
ξύπνα τρανέ όλης της Γης
και του Διός βλαστάρι.
Ξύπνα λεβέντη ημίθεε
και μας για να ξυπνήσεις,
μαζί μας πάλι τις παλιές
δόξες να ξαναζήσεις.
Ξεχάσαμε τη λεβεντιά
και γίναμε ραγιάδες,
και τη ψυχή μας δώσαμε
σε ξένους βασιλιάδες.
Ντροπιάσαμε τη μνήμη σου
συγχώρα μας αδέλφι,
όρκο τώρα σου κάνουμε
πως Άνοιξη θα έλθει.
Λιοντάρια θα δαμάσουμε
θα πνίξουμε τα φίδια,
και θα κοιτάς καμαρωτός
τ’ αδέλφια σου τα ίδια.
Ξύπνα λεβέντη Ηρακλή
κι’ η Ελλάδα σε προσμένει,
θέλει να γίνει ξακουστή
πάλι στην οικουμένη.
Ανδρέας Κωνσταντινίδης