• ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ – ABOUT US
  • ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ – CONTACT US


  • ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
  • ΙΣΤΟΡΙΑ
  • ΓΛΩΣΣΑ
  • ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
  • ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
  • English Articles
  • ΓΡΑΜΜΑΤΑ
  • ΑΡΘΡΑ

Ο πραγματικός ρόλος της Εκκλησίας κατά την Επανάσταση του 1821

0 Comment
 26 Mar 2018   Posted by admin

1 Star2 Stars3 Stars4 Stars5 Stars
Loading ... Loading ...


40-02a1Oι Έλληνες έχουμε κατηχηθεί από μικρή ηλικία, είτε απ’ το σχολείο είτε από τους εκκλησιαστικούς φορείς, ότι η εκκλησία διαφύλαξε την ταυτότητα του Γένους κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας κι ότι πρωτοστάτησε στα δρώμενα της ελληνικής επανάστασης του 1821, κι ακόμα κι αν κάποτε δίστασε να βοηθήσει ή και προέβη σε αρνητικές για τους επαναστατούντες Έλληνες ενέργειες, όπως π.χ. ο αφορισμός των μαχητών του Αλεξάνδρου Υψηλάντη κατά την πρώτη φάση της επανάστασης στο Φεβρουάριο του 1821 στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, αυτό έγινε έπειτα από έντονη πίεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για ισχυρότερα αντίποινα.
Μας παρουσιάζεται δηλαδή η εκκλησία ως θεματοφύλακας της ελληνικής παράδοσης και κληρονομιάς, καταπιεσμένη από τον τουρκικό ζυγό και με την ελπίδα της τελικής ανεξαρτησίας απ’ αυτόν.
Όπως και με πολλά άλλα στοιχεία της ιστορίας όμως που παραποιούνται για να εξυπηρετηθούν ορισμένα συμφέροντα, έτσι έγινε και με την περίπτωση της σχέσης της Εκκλησίας με την Ελληνική Επανάσταση, στην προκειμένη περίπτωση για τη διαιώνιση της καλής σχέσης των Ελλήνων με την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. Στην πραγματικότητα η στάση της Εκκλησίας προς την επανάσταση δεν ήταν απλώς αποθαρρυντική, αλλά φανερά εχθρική.

Πρώτα όμως θα πρέπει να καταρριφθούν ορισμένοι μεγάλοι μύθοι που μας έχουν περαστεί εντέχνως από πολύ μικρή ηλικία στο μυαλό. Ο πρώτος έχει να κάνει με την υποτιθέμενη συμβολή της Εκκλησίας στη διάσωση της ελληνικής γλώσσας, παράδοσης και πολιτισμού κατά τα καταπιεστικά χρόνια της Σκλαβιάς. Στην πραγματικότητα η Εκκλησία δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διάσωση των ελληνικών στοιχείων. Η ελληνική γλώσσα για παράδειγμα σώθηκε επειδή ομιλούταν από αρκετά μεγάλους πληθυσμούς σε σχετική απομόνωση απ’ τους Τούρκους, όπως ακριβώς σώθηκαν κι άλλες μειονοτικές γλώσσες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που δεν είχαν καμία Εκκλησία να τις προστατεύει, π.χ. η αλβανική και η κουρδική, ακόμα και η Τσιγγάνικη. Η γλώσσα μεταδιδόταν προφορικά στις επόμενες γενιές, και μάλιστα ο περισσότερος λαός, ακόμα κι αρκετοί μοναχοί και κληρικοί μέχρι και τα πρώτα χρόνια του ελεύθερου ελληνικού κράτους, ήταν αγράμματοι, επομένως ο θεσμός του κρυφού σχολειού πιθανότατα δεν υπήρξε ποτέ, ή κι αν έγιναν προσπάθειες εκπαίδευσης του λαού, ήταν μεμονωμένες και σε καμία περίπτωση συντονισμένες απ’ το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως. Στην περίπτωση λοιπόν που το ελληνικό στοιχείο βρισκόταν σε στενή επαφή με το τουρκικό, η γλώσσα του πρώτου αλλοιωνόταν κι εκτουρκιζόταν, όπως έγινε με την Καππαδοκική διάλεκτο
Διότι η τουρκική άλλωστε ήταν η κυρίαρχη γλώσσα της αυτοκρατορίας, επομένως αυτήν έπρεπε να μάθουν οι μειονότητες για να επικοινωνήσουν με τους κρατούντες. Η μόνη γλώσσα που διέσωσε η Εκκλησία ήταν η γλώσσα των ιερών κειμένων, περιορισμένης χρήσης, αρχαΐζουσα και συνεπώς μη κατανοητή στο μεγαλύτερο μέρος του λαού. Όσον αφορά τα άλλα εθνικά στοιχεία που διέσωσε η Εκκλησία, αυτά είναι πιο δύσκολο να οριστούν. Όταν εννοούν ελληνική παράδοση εννοούν και την αρχαιοελληνική; Γιατί σ’ αυτήν την περίπτωση η Εκκλησία δε συμμετείχε καθόλου, αντίθετα προσπάθησε να την αφανίσει, ιδίως στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, αλλά και στη συνέχεια, γιατί ενώ αργότερα φαινομενικά η μελέτη των αρχαίων συγγραφέων προωθήθηκε, αυτή γινόταν πάντοτε με μέτρο σύγκρισης κι εκτίμησης το χριστιανισμό και τις ιερές γραφές του. Όταν εννοούν τον πολιτισμό, τα ήθη και τα έθιμα και τις αξίες τι εννοούν; Ο πολιτισμός τότε ήταν πάνω-κάτω κοινός σ’ όλους τους κατοίκους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με κάποιες μικροδιαφορές ανά θρησκεία, π.χ. οι χριστιανοί βαφτίζονταν, γιόρταζαν Χριστούγεννα και Πάσχα, οι μουσουλμάνοι περιτέμνονταν και δεν έτρωγαν χοιρινό, πράγματα σχετικά μικρής σημασίας. Επίσης πολλά απ’ τα ήθη κι έθιμα του ελληνικού λαού με ειδωλολατρικές ρίζες όχι μόνο δε διατηρήθηκαν, αλλά καταδιώχθηκαν απ’ το Βυζάντιο και συνέχιζαν να καταδιώκονται και κατά την Τουρκοκρατία. Επομένως η συμβολή της Εκκλησίας στη διατήρηση του ελληνικού έθνους ήταν από μικρή έως μηδαμινή.

Ο δεύτερος μεγάλος μύθος, άμεση συνάρτηση του προηγούμενου, είναι ότι η Εκκλησία λειτούργησε ως ενοποιητική δύναμη για τον ελληνισμό αποτρέποντας τον εξισλαμισμό των Ελλήνων, ο οποίος θα τους αφομοίωνε με τους Τούρκους. Πράγματι η Εκκλησία υπήρξε ενωτική δύναμη, όχι μόνο όμως για τους Έλληνες, αλλά και για άπαντες τους χριστιανούς της αυτοκρατορίας, οι οποίοι όλοι τους αποτελούσαν ένα έθνος κατά τους Οθωμανούς, που είχαν ως μόνο κριτήριο κατατάξεων σε έθνη τη θρησκεία.
Αρχικά πάντως η Εκκλησία αδυνατούσε ν’ αποτρέψει τους μαζικούς εξισλαμισμούς, οι οποίοι, παρά την παρουσίασή τους σ’ εμάς σήμερα εξαιτίας κάποιων περιπτώσεων είτε κατά τα πρώτα χρόνια της κατάλυσης του Βυζαντίου είτε μεμονωμένα αργότερα ή κατά αποτυχημένα επαναστατικά κινήματα ως βίαια γεγονότα, έγιναν ως επί το πλείστον με τη θέληση του λαού για την απαλλαγή απ’ τον κεφαλικό φόρο (χαράτσι) ή για την προσπάθεια απόκτησης κάποιων θέσεων στην οθωμανική διοίκηση. Ο περισσότερος λαός ήταν φτωχός κι εξαθλιωμένος όπως και πριν κατά το Βυζάντιο, οπότε θα μπορούσε να κάνει οτιδήποτε για να βελτιώσει τη ζωή του. Οι περισσότεροι εξισλαμισμένοι πληθυσμοί Ελληνικών περιοχών εξακολούθησαν να μιλούν τα ελληνικά, γι’ αυτό κατά την Ανταλλαγή των Πληθυσμών του 1923 απ’ την Ελλάδα έφυγαν αρκετοί ελληνόφωνοι, όπως και ήρθαν αρκετοί τουρκόφωνοι χριστιανοί, κυρίως της Καππαδοκίας, περίπου 10.000.
Οι εξισλαμισμοί λοιπόν είχαν πάρει τόσο μεγάλη κλίμακα σε ορισμένες περιοχές, ώστε ο σουλτάνος Σελίμ β κατά τον 15ο αιώνα εξέδωσε φιρμάνι για τον περιορισμό των μεταστροφών στο ισλάμ ώστε να μη μειωθεί ο φορολογητέος πληθυσμός. Τα ποσοστά των μουσουλμάνων σε διάφορες πρώην χριστιανικές περιοχές της Ελλάδας είχαν φτάσει σε απίστευτα υψηλά επίπεδα, στη Μικρά Ασία για παράδειγμα το 90% του πληθυσμού είχε μεταστραφεί στο μουσουλμανισμό σύντομα μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, στην Κρήτη το 15ο αι. το 50%, αν και κατά το 19ο αι. το ποσοστό αυτό μειώθηκε σημαντικά εξαιτίας της προοπτικής ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα, ενώ η Εύβοια, η Μακεδονία και η Θράκη είχαν επίσης αρκετά μεγάλα ποσοστά. Λένε μετά πως εάν οι Έλληνες εξισλαμίζονταν, ίσως έχαναν την ταυτότητά τους ή και ίσως κατέληγαν σε οπισθοδρόμηση όπως οι σημερινές φονταμενταλιστικές αραβικές χώρες. Η αλήθεια είναι ότι δε μπορούμε να προβλέψουμε την πορεία της ιστορίας αν γινόταν κάτι τέτοιο. Πάντως οι μουσουλμάνοι κάτοικοι άλλων βαλκανικών χωρών δηλώνουν κάτοικοι της χώρας τους κι όχι Τούρκοι, παρά τους πολλούς αιώνες της Τουρκοκρατίας, ενώ κι εδώ, αν δεν είχαμε τις εντάσεις με την Τουρκία, ίσως οι μουσουλμάνοι της Θράκης να θεωρούσαν τους εαυτούς τους Έλληνες. Επίσης οι Τούρκοι, αν και μουσουλμάνοι, όχι μόνο φονταμενταλιστές δεν είναι, αλλά αντίθετα σήμερα αναπτύσσονται πολύ περισσότερο από μας. Ο φονταμενταλισμός δεν αποτέλεσε ποτέ σημαντικό ρεύμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά οι φρικαλεότητες κατά των χριστιανών από μέρους των Τούρκων, τις οποίες ν’ αναφέρω πως δεν παραδέχονται έως σήμερα, είχαν στην πράξη εθνικιστικό υπόβαθρο, με τη θρησκεία να παίζει το ρόλο του καλύμματος.

Τότε τι έκανε η Εκκλησία κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας; Αρχικά, με την αλλαγή της εξουσίας από χριστιανική σε μουσουλμανική, σίγουρα θα υπήρχαν κάποια προβλήματα με την εκ νέου ορισμένη εξουσία του πατριάρχη. Τα θέματα όμως αυτά διακανονίστηκαν σύντομα, κι ο πατριάρχης έγινε επίσημο όργανο του σουλτάνου υπεύθυνος για τα θέματα των χριστιανών υπηκόων, απολαμβάνοντας μάλιστα πολλά προνόμια, ακόμα και μέρος των φορολογικών εσόδων απ’ τους ταλαίπωρους χριστιανούς. Στη θέση λοιπόν αυτή, με τον απόλυτο πολιτικό και πνευματικό έλεγχο στους χριστιανούς, δεν είχε κανένα λόγο η εκκλησία να υποστηρίξει κάποιο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα.

Έτσι κύλησαν τα χρόνια μέχρι το 18ο αι., οπότε άρχισαν οι ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού υπέρ του ορθολογισμού και της εκπαίδευσης, κατά της θρησκευτικής ηγεμονίας και υπέρ των εθνικών κρατών, να εισρέουν στον υπόδουλο ελληνισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέσω των Ελλήνων διαφωτιστών, κυρίως λογίων του εξωτερικού, με συνέπεια την ενίσχυση της εθνικής συνείδησης και ορισμένες αποτυχημένες επαναστατικές πράξεις μικρής κλίμακας.
Η Εκκλησία από τότε, αισθανόμενη την απειλή προς το μονοπώλιο της εξουσίας της, έκανε ευρεία εκστρατεία κατά των καινοφανών ιδεών, με αναθέματα και αφορισμούς προς Ευρωπαίους κι Έλληνες διαφωτιστές, π.χ. προς το Βολταίρο ή τον Αδαμάντιο Κοραή, με παραινετικές έως κι απειλητικές εγκυκλίους προς τοπικούς εκκλησιαστικούς ηγέτες ανά την αυτοκρατορία, που αποκήρυτταν αυτές τις ιδέες υποστηρίζοντας αντ’ αυτού υπακοή στην οθωμανική εξουσία και διατυπώνοντας ενίοτε ακραίες θέσεις, π.χ. ότι η υπακοή στην οθωμανική κυριαρχία είναι θεόσταλτη δοκιμασία όπως η αντίστοιχη περίοδος της ειδωλολατρικής Ρωμαΐκής Αυτοκρατορίας, κατά μια εγκύκλιο του 1798 του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, κι επομένως, εφόσον η γήινη ζωή δεν έχει σημασία, οι χριστιανοί θα πρέπει να υπομείνουν τα βάσανα μέχρι να περάσουν στην αιώνια βασιλεία του Θεού.
Το ίδιο διάστημα δρούσε και ο μέγας λαοπλάνος Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο οποίος υποστήριζε καθαρά χριστιανική, όχι εθνική ή κοσμική εκπαίδευση, ενώ προπαγάνδιζε στον αφελή λαό ότι η οθωμανική διοίκηση τέθηκε απ’ το θεό στους μόνους πραγματικούς πιστούς (στους ορθοδόξους, όχι στους παπικούς), με σκοπό να διαφυλάξει την πίστη τους. Παράλληλα η Εκκλησία αναζωπύρωνε παλιά αντιρωμαιοκαθολικά πάθη που προέρχονταν απ’ τις εποχές του Σχίσματος και των σταυροφορικών επιδρομών στο Βυζάντιο, προσθέτοντας επίσης στους εχθρούς και τους προτεστάντες, με σκοπό τη στροφή του λαού εναντίον του ευρωπαϊκού πνεύματος.
Η κοσμική κι επιστημονική εκπαίδευση επίσης καταδικάστηκε, εφόσον θεωρούταν πως απομακρύνει τον άνθρωπο απ’ το λόγο του θεού και οδηγεί στην αθεΐα, με πλέον γνωστό το ανάθεμα κατά μαθηματικών και θετικών επιστημών από τον πατριάρχη γρηγόριο ε το 1819 που, ως γνωστόν, απαγχονίστηκε απ’ τους Τούρκους σύντομα μετά την έκρηξη της επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες το 1821, επειδή δε μπόρεσε να εμποδίσει την Ελληνική εξέγερση.

Το ελληνικό κράτος τελικά όμως ιδρύθηκε, φυσικά με την υποστήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων (για να μην έχουμε ψευδαισθήσεις ότι θα μπορούσαμε να το καταφέρουμε μόνοι μας), και τότε η Εκκλησία πήρε άλλη πορεία πλεύσης, τώρα προς θεοκρατικοποίηση του κράτους, καταδικάζοντας π.χ. τον Όθωνα ως αντίθεο ρωμαιοκαθολικό και επιθυμώντας την καθαίρεσή του, ενώ υπήρχαν και σκληροπυρηνικοί όπως ο Όσιος Χριστόφορος Παππουλάκος στα μέσα του 19ου αι., που επιθυμούσαν επιστροφή σε μια χειρότερη απ’ το Μεσαίωνα κατάσταση, με απόρριψη κάθε ευρωπαϊκής επιρροής, τεχνολογίας κι επιστήμης.
Σταδιακά, εφόσον το ελληνικό κράτος ήταν πραγματικότητα κι αναπτυσσόταν, ενώ η Εκκλησία της Ελλάδας είχε ανεξαρτητοποιηθεί από το πατριαρχείο (κι εδώ δεν έλειψαν οι ακραίες αντιδράσεις κληρικών), οι ακρότητες της Εκκλησίας μειώθηκαν, αν κι ως σήμερα κάποτε η Εκκλησία, ωσάν απομεινάρι εκείνης της εποχής, αντιδρά παράλογα έντονα για διάφορα πολιτικά και κοινωνικά θέματα, λες και βρισκόμαστε σε θεοκρατία.

Πρέπει πάντως ν’ αναφερθεί ότι ο απλός λαός είχε συνδέσει την Επανάσταση, στην οποία συμμετείχαν και κληρικοί παρά τις πατριαρχικές εντολές, με αγώνα των χριστιανών εναντίον των μουσουλμάνων καταπιεστών, ώστε σήμερα πολλοί λανθασμένα να υποστηρίζουν ότι επρόκειτο για κυρίως θρησκευτική επανάσταση. Οι περισσότεροι των διαφωτιστών δεν αποκήρυξαν ευθέως τη θρησκεία στα γραπτά τους, διότι ήταν σίγουρο πως έτσι δε θα κέρδιζαν την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη του απλού θρησκόληπτου λαού.

Η τουρκοκρατία

Με την απόδοση της πτώσης του Βυζαντίου στις αμαρτίες του λαού και με τις «προφητείες» ότι το κράτος θα επανακάμψει με την αναστροφή του αιτίου, όταν δηλαδή «μετανοήσουν οι αμαρτωλοί Ρωμιοί» (Γεώργιος Ερμώνυμος- Χαριτώνυμος), η μεν ηγεσία (πατριαρχείο) αποκτούσε ελευθερία κινήσεων στο νέο έργο της για διατήρηση του λαού στην υποταγή, ο ίδιος ο λαός όμως που δεν θεωρούσε τον εαυτό του υπεύθυνο για τους τυχοδιωκτισμούς της εξουσίας, συνέχισε την μικρασιατική πρακτική, να προσχωρεί δηλαδή με κάθε αφορμή στη θρησκεία του ισχυρού, άλλοτε για να απαλλαγεί από τον κεφαλικό φόρο (τζίζιε) και άλλοτε για να συμμετέχει στη διανομή θέσεων στη διοίκηση του οθωμανικού κράτους.
Σύγχρονοι Τούρκοι Ιστορικοί θεωρούν ότι η «ανατολική αυτοκρατορία» συνέχισε να υπάρχει και μετά το 1453, με υποκατάσταση στη διοίκηση του κράτους των Ελληνόφωνων από τους Οθωμανούς, όπως είχαν υποκαταστήσει πριν από κάποιους αιώνες, με άλλες διαδικασίες, οι Ελληνόφωνοι τους Ρωμαίους ηγέτες.
Η εγγύηση και νομιμοποίηση γι’ αυτήν την συνέχεια προερχόταν από τη διαχρονική συνεργασία του χριστιανικού εκκλησιαστικού μηχανισμού με την πολιτική εξουσία, μόνο που τώρα λειτουργούσε παράλληλα και ο μωαμεθανικός θρησκευτικός μηχανισμός και η συναλληλία είχε πλέον τρεις συντελεστές. Το θεμελιώδες που άλλαξε με βεβαιότητα πλέον είναι ότι, με την επικυριαρχία των Οθωμανών που διέθεταν σχετικά πενιχρό πολιτισμικό παρελθόν και δεν τους απασχολούσε η μόρφωση, ούτε καν για τους μωαμεθανούς υπηκόους, ήταν εξασφαλισμένη η περαιτέρω μορφωτική υποβάθμιση των λαών της Ρωμανίας – ανάμεσά τους και του ελληνικού

Αυτή η συνέχεια του Βυζαντίου στην οθωμανική εξουσία φαίνεται να πέρασε και στην αντίληψη του πληθυσμού, γιατί ακόμα στις αρχές του 19ου αιώνα οι απλοί άνθρωποι ανέφεραν π.χ. «βυζαντινό στόλο» και εννοούσαν τον τουρκικό (βλέπε Σπυρίδωνος Τρικούπη, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως»). Η υιοθέτηση του ονόματος «Βυζάντιο» και η μεταλλαγή του από την αρχική απαξιωτική, όπως είχε εισαχθεί από την εποχή της Αναγεννήσεως, σε θετική έννοια, έγινε από την ελλαδική ιστοριογραφία του 19ου αιώνα για να πλεχτεί ευκολότερα η μυθιστορία περί ανεξάρτητου και αυτόνομου μεσαιωνικού ελληνικού κράτους (ή και αυτοκρατορίας, ακόμα καλύτερα!)

Περίπου 10 αιώνες μετά την επιβολή του χριστιανισμού σε βάρος των εθνικών θρησκειών, αντιστράφηκαν λοιπόν οι ρόλοι και το 15ο αιώνα αναπτυσσόμενη και διαδιδόμενη θρησκεία με κρατική υποστήριξη ήταν τώρα ο μωαμεθανισμός, ενώ ο χριστιανισμός βρισκόταν πλέον και στα Βαλκάνια σε υποχώρηση! Ένα τμήμα του πληθυσμού της σημερινής Ελλάδας εξισλαμίστηκε (Κρήτη, Εύβοια, Κοζάνη, Κιλκίς κ.ά.). εκτιμάται μια σχέση 80-20 μεταξύ χριστιανών και μωαμεθανών σε όλη τη Βαλκανική. Υποστηρίζεται μάλιστα ότι η συνήθης φιλοχρηματία των ανώτερων κληρικών προκάλεσε στο ορθόδοξο ποίμνιο την προσχώρηση στο Ισλάμ από «αντίδραση και απελπισία» (Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού).
Ειδικότερα στην Κρήτη, στην οποία εκτός από στρατιωτικούς διαφόρων εθνικοτήτων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, δεν εγκαταστάθηκε ποτέ αξιόλογος όγκος τούρκικου πληθυσμού, ο εξισλαμισμός είχε φτάσει σε απίστευτους για τη σημερινή αντίληψή μας και για την καθοδηγούμενη σύγχρονη «ελληνο-ορθόδοξη υπερηφάνεια» αριθμούς. Ιδιαίτερα κατά την πρώτη περίοδο της τουρκικής κατοχής, ο εξισλαμισμός των Κρητών ήταν εντυπωσιακός. Ήδη το 1657, δώδεκα χρόνια πριν από την άλωση του Χάνδακα (Ηράκλειο), οι εξισλαμισμένοι ανέρχονταν σε 60.000, ενώ στο τέλος του πρώτου αιώνα της τουρκικής κατοχής στην Κρήτη, ο μισός σχεδόν πληθυσμός της είχε περάσει στο Ισλάμ.

Στα μέσα του 18ου αιώνα, η πλειοψηφία των 260.000 κατοίκων της Κρήτης ήταν μουσουλμάνοι, αλλά κατά το 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου αντιστράφηκαν οι εξελίξεις: με τη σταδιακή εδαφική υποχώρηση της οθωμανικής αυτοκρατορίας και την προοπτική ένωσης της Κρήτης με το ελληνικό κράτος, αυξήθηκε σημαντικά ο χριστιανικός πληθυσμός (Λιλή Μακράκη). Πάντως, στις αρχές του 20ου αιώνα στο Ρέθυμνο υπήρχαν αισθητά περισσότεροι μουσουλμάνοι παρά χριστιανοί, πράγμα που επιβεβαιώθηκε 20 χρόνια αργότερα όταν, με την ανταλλαγή των πληθυσμών κατά το 1923 σε εφαρμογή της ελληνο-τουρκικής συμφωνίας της Λοζάνης, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη του Ρεθύμνου περί τα 2/3 του πληθυσμού της ως μωαμεθανοί, σχεδόν όλοι ελληνόφωνοι.

Η εξάλειψη του χριστιανισμού και στο βαλκανικό χώρο θα ήταν σχεδόν ολοκληρωτική, όπως συνέβη στη Μ. Ασία (90% μωαμεθανοί στο τέλος του 15ου αιώνα), αν δεν είχε περιορίσει με φιρμάνι ο σουλτάνος (Σελήμ Β’, 1566-1574) τις συνεχείς προσχωρήσεις στο μωαμεθανισμό, επειδή μειωνόταν ο φορολογητέος πληθυσμός (20-30% του οθωμανικού προϋπολογισμού ήταν το τζίζιε από αλλόθρησκους). Αυτές οι προσχωρήσεις γίνονταν μερικές φορές με εξαναγκασμό, παρ’ ότι λειτουργούσε το «σύστημα ανεκτικότητας των μιλέτ» (Φ. Μαλιγκούδης) που είχαν εγκαθιδρύσει οι Οθωμανοί. Συχνότερα προσχωρούσαν όμως χριστιανοί στο μωαμεθανισμό έναντι περιουσιακών και επαγγελματικών ανταλλαγμάτων.

Με το σύστημα των μιλέτ, αρμόδιο και υπεύθυνο για κάθε ενδοχριστιανική υπόθεση (π.χ. εκπαίδευση, ληξιαρχικές υποθέσεις, ειδική φορολόγηση κ.ά.) που δεν σχετιζόταν με τους Οθωμανούς, ήταν το Πατριαρχείο. Η προβαλλόμενη σήμερα «διάσωση της ελληνικής γλώσσας» από την Εκκλησία (αλλά τότε και της βουλγαρικής, της σέρβικης, αρμένικης, γεωργιανής κ.ά.) ήταν ανειλημμένη αρμοδιότητα από τις συμφωνίες του Σχολάριου- Γεννάδιου με τους Οθωμανούς και όχι αυτοθυσιαστική προσφορά του εκκλησιαστικού μηχανισμού στον Ελληνισμό!

Πέρα απ’ αυτό, χρήσιμο είναι να αναλογιστούμε ότι «διασώθηκαν» επίσης τα αλβανικά, τα εβραϊκά, τα κουρδικά, τα αραβικά και άλλες γλώσσες μη χριστιανικών λαών που βρέθηκαν για αρκετούς αιώνες υπό τον έλεγχο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, προφανώς χωρίς καμιά συμβολή της ορθόδοξης ή άλλης χριστιανικής εκκλησίας. Το συμπέρασμα που βγαίνει αβίαστα είναι λοιπόν ότι οι γλώσσες κατακτημένων λαών δεν διασώζονται από τις ενέργειες κάποιου μηχανισμού, ιδίως όταν ο συγκεκριμένος μηχανισμός βρίσκεται σε αγαστή συνεργασία με τους κατακτητές, αλλά από τις ανάγκες επικοινωνίας που εξυπηρετούν αυτές οι γλώσσες. Όταν εκλείψουν οι ανάγκες, εξαφανίζονται και οι γλώσσες.

Η εξαγορά του
πατριαρχικού θρόνου

Με εμπνευστή και πρωτοπόρο το Σχολάριο-Γεννάδιο καθιερώθηκε έτσι στην Ανατολή μία παράδοση συναλληλίας μεταξύ οθωμανικής διοίκησης και ορθόδοξης εκκλησίας, η οποία εξασφαλιζόταν, άλλοτε με την επιλογή «οικουμενικού πατριάρχη» από κύκλο ευνοουμένων του εκάστοτε σουλτάνου (εκτός του Γεννάδιου, π.χ. οι Ισίδωρος, Ιωάσαφ, Μάρκος Ξυλοκαράβης κ.ά.), άλλοτε δε με ανάθεση σε όποιον προσέφερε μεγαλύτερο ποσόν (πεσκές) για την εξαγορά του πατριαρχικού θρόνου.
Το «έθιμο» της εξαγοράς άρχισε με τους Τραπεζούντιους, οι οποίοι επιχείρησαν να ανεβάσουν έναν δικό τους άνθρωπο στον πατριαρχικό θρόνο κι επειδή συναντούσαν διάφορα εμπόδια, κατέφυγαν στη δωροδοκία. Έστειλαν τότε στο σουλτάνο χίλια φλουριά, μαζί με το αίτημα να διορίσει τον άνθρωπό τους. Έτσι ανακηρύχθηκε οικουμενικός πατριάρχης ο εκλεκτός των Τραπεζούντιων, Συμεών. Ο διαγκωνισμός για την κατάληψη του πατριαρχικού θρόνου προφανέστατα δεν είχε θεολογικούς στόχους.

Από το έτος 1474 είχε αποκτήσει ο εκκλησιαστικός μηχανισμός το δικαίωμα να εισπράττει από τους χριστιανούς και να αποδίδει στην οθωμανική Πύλη τον ετήσιο φόρο (Δ.Γ. Αποστολόπουλος: «Ιστορία των Ελλήνων»). Καθένας γνωρίζει ότι οι υπηρεσίες και τα άτομα που διαχειρίζονται χρήματα, αποτελούν πόλο έλξης και συσπείρωσης κάθε είδους εκμεταλλευτών, καιροσκόπων και λαθρόβιων στοιχείων, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σταδιακά αυτός ο οικονομικός πόλος σε στόχο για επαγγελματική, κοινωνική και «πνευματική» ανέλιξη.
Όσο πλήθαιναν οι φιλοδοξίες των Ελλήνων κληρικών, τόσο μεγάλωνε και το πεσκές και τόσο πυκνότερες έκαναν οι Οθωμανοί τις ευκαιρίες για την είσπραξή του. Γράφει ο Sir Paul Rycaut, (1628-1700): «Παλαιότερα η Εκκλησία δεν πλήρωνε στον μεγάλο Αφέντη περισσότερα από δέκα χιλιάδες τάλιρα για κάθε αλλαγή πατριάρχη, αλλά το πλήθος των εραστών του αξιώματος ύψωσε την τιμή σε είκοσι πέντε χιλιάδες τάλιρα». Ο J. Aymonαναφέρει ότι το 1671, μέσα σε έναν και μόνο έτος τουλάχιστον πέντε «οικουμενικοί πατριάρχες» (Παΐσιος, Διονύσιος Θεσσαλονικεύς, Παρθένιος, Μεθόδιος και Διονύσιος ο Λαρισινός) εξαγόρασαν το πατριαρχικό αξίωμα και ανέβηκαν ο ένας μετά τον άλλον στο θρόνο, αναλαμβάνοντας την πολιτική και πνευματική ηγεσία των χριστιανικών λαών που ζούσαν στην οθωμανική αυτοκρατορία.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1700, έγραφε ο J. Pitton de Tournefort (1656-1708): «Το αξίωμα αυτό πουλιέται σήμερα για εξήντα χιλιάδες τάλιρα». Ανάλογα «τιμολόγια» πρέπει να ίσχυαν για την κατάληψη και των υπόλοιπων, ιεραρχικά υποδεέστερων πατριαρχικών θρόνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία

Στην «Ελληνική Νομαρχία» του Ανωνύμου Έλληνος περιγράφεται ως εξής ο μηχανισμός της άθλιας συναλλαγής για την κατάκτηση του πατριαρχικού θρόνου από τους «πνευματικούς ηγέτες» των χριστιανών επί τουρκοκρατίας: «Η Σύνοδος αγοράζει τον πατριαρχικόν θρόνον από τον οθωμανικόν αντιβασιλέα διά μίαν μεγάλην ποσότητα χρημάτων, έπειτα τον πωλεί ούτινος της δώση περισσότερον κέρδος, και τον αγοραστήν τον ονομάζει πατριάρχην. Αυτός, λοιπόν διά να ξαναλάβη τα όσα εδανείσθη διά την αγοράν του θρόνου, πωλεί τας επαρχίας, ήτοι τας αρχιεπισκοπάς, ούτινος δώσει περισσοτέραν ποσότητα, και ούτως σχηματίζει τους αρχιεπισκόπους, οι οποίοι πωλώσι και αυτοί εις άλλους τας επισκοπάς των. Οι δε επίσκοποι τας πωλώσι των χριστιανών, δηλαδή γυμνώνουσι τον λαόν, διά να εβγάλωσι τα όσα εξώδευσαν. Και ούτος εστίν ο τρόπος, με τον οποίον εκλέγονται των διαφόρων ταγμάτων τα υποκείμενα, δηλαδή ο χρυσός».

Η αντικατάσταση πατριαρχών που συνέβη αρκετές φορές με παρέμβαση της οθωμανικής Πύλης, σχετίζεται, πέρα από εποχές επαναστατικών και αποσχιστικών κινημάτων χριστιανών υπηκόων, τα οποία δεν είχε καταφέρει να ελέγξει ο εκδιωκόμενος πατριάρχης, κυρίως με την αδυναμία του Πατριαρχείου να συγκεντρώσει το προβλεπόμενο ποσό του ετήσιου φόρου (Δ.Γ. Αποστολόπουλος: «Ιστορία των Ελλήνων). Υπάρχουν εγκύκλιοι πατριαρχών, στις οποίες περιγράφεται η αμέλεια ή η αδυναμία διαφόρων μητροπόλεων στη συγκέντρωση του αναλογούντος φόρου, ο οποίος έπρεπε να είναι διαθέσιμος προς απόδοση κατά τις ημέρες του χριστιανικού Πάσχα ή το αργότερον κατά τη γιορτή του Αγ. Γεωργίου.

Συχνά αναγκαζόταν ο πατριάρχης να συλλέξει συμπληρωματικούς φόρους ή να δανειστεί χρηματικά ποσά από εύπορους πολίτες, χριστιανούς ή μουσουλμάνους. Αποτέλεσμα ήταν να βρίσκεται ο πατριαρχικός θεσμός υπό τον έλεγχο και τον εκβιασμό των δανειοδοτών, οι οποίοι έτσι αποσπούσαν διάφορα προνόμια. Πάντως, η ιδέα για εγκατάλειψη του προνομίου είσπραξης φόρων από το Πατριαρχείο δεν φαίνεται να συζητήθηκε ποτέ σοβαρά, δεδομένου ότι αυτό ακριβώς το προνόμιο αποτελούσε τη συνεκτική ουσία λειτουργίας του πατριαρχικού θεσμού και τη βάση της αρχοντικής διαβίωσης πατριαρχών, επισκόπων και του κύκλου που αυτοί δημιουργούν κατά κανόνα γύρω τους.

Τα ορθόδοξα συγχωροχάρτια

Η αναρρίχηση στον πατριαρχικό θρόνο με την εξαγορά ήταν το πρώτο βήμα για μια πορεία συσσώρευσης πλούτου και επέκτασης εξουσιών. Ένας από τους συνηθέστερους τρόπους πλουτισμού των πατριαρχών ήταν η διακίνηση των συγχωροχαρτιών, μια δραστηριότητα που φαίνεται να άρχισε κατά το 15ο αιώνα, πριν ακόμα αλωθεί η Πόλη από τους Οθωμανούς, και να τελείωσε στα μέσα του 20ου, πιθανόν περί το 1957 (πατριάρχης Ιεροσολύμων Τιμόθεος)! Αν και σήμερα αποσιωπούνται τα συγχωροχάρτια στην επίσημη (σχολική) Ιστορία και η μόνη αναφορά σ’ αυτά γίνεται σε σχέση με την παπική Εκκλησία, ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος έγραφε το έτος 1715 ότι τα ορθόδοξα συγχωροχάρτια αποτελούν «συνήθεια και παράδοσιν αρχαία».

Το έτος 1727 επικύρωσε μια ορθόδοξη σύνοδος τη «νομιμότητα» αυτών των χαρτιών με μόνο περιορισμό να εκδίδονται από τα πατριαρχεία Κων/πόλεως, Αλεξανδρείας, Ιερουσαλήμ και Αντιοχείας και όχι από άλλους κληρικούς, προφανώς για να αποφευχθεί κάποια πληθωριστική διακίνηση. Μάλιστα στα πρακτικά της συγκεκριμένης ορθόδοξης συνόδου παρέχονται και υπηρεσίες ορολογίας: «…η μεν ανατολική του Χριστού Εκκλησία ονομάζει συγχωροχάρτια, Λατίνοι δε ταύτα καλούσιν ιντουλγκέντζας» (βλέπε Φίλιππος Ηλιού: «Τα συγχωροχάρτια», Περιοδικό «Τα Ιστορικά»)
Τα συγχωροχάρτια αγοράζονταν, τόσο από συγκεκριμένα πρόσωπα, όσο και από ομάδες, π.χ. «κάτοικοι Κυδωνίας Κρήτης», χωρίς να εξετάζεται αν είχαν επισκεφτεί αυτά τα άτομα ή οι αντίστοιχες ομάδες κάποιο πατριαρχείο ή κάποια επισκοπή. Όχι ότι θα έπαιρνε αυτή η ιστορία εμπορικής εκμετάλλευσης της όποιας «πίστης» κάποια διαφορετική σημασία, αν είχε θεσπιστεί η αυτοπρόσωπη παρουσία. H «διευκόλυνση» στην απόκτηση των χειρόγραφων ή τυπωμένων συγχωροχαρτιών δείχνει όμως ότι αποκλειστικός στόχος τους ήταν ο πλουτισμός του εκδότη τους και δεν υπήρχε ούτε ίχνος, έστω παραστρατημένης θεοσέβειας!

Συνήθως κυκλοφορούσε ένας εκπρόσωπος κάθε πατριαρχείου και διέθετε σε κάθε ενδιαφερόμενο τέτοια χαρτιά, έναντι του σχετικού αντιτίμου. Όταν μάλιστα παρουσιαζόταν καθ’ οδόν μεγαλύτερη από την αναμενόμενη ζήτηση και τελείωναν τα έντυπα, στα οποία χρειαζόταν απλώς να συμπληρωθεί το όνομα του «συγχωρουμένου» προσώπου, εζητείτο γραπτώς από τη διοίκηση του εκάστοτε πατριαρχείου η αποστολή νέων. Αυτή η αλληλογραφία με απολογισμό εσόδων έχει εν μέρει διασωθεί κι έτσι έχουν γίνει γνωστά διάφορα περιστατικά (Φίλιππος Ηλιού)

Το είδος των αμαρτημάτων που «συγχωρούνταν» δεν αναγραφόταν στα έντυπα, αλλά εκάλυπταν αμαρτίες νεκρών (κυρίως από το πατριαρχείο Κων/πολης) και αμαρτίες ζωντανών, αμαρτίες εξομολογημένες και αμαρτίες ανομολόγητες, ως και αμαρτίες που επρόκειτο να διαπραχθούν νυν και αεί. ήταν λοιπόν συγχωροχάρτια «γενικής δράσης». Συχνά αναφερόταν δε ότι ο «αναμάρτητος», πλέον, είχε καταβάλει το απαιτούμενο χρηματικό ποσό!

Στη Δύση πρέπει να εμφανίστηκαν τα συγχωροχάρτια επί πάπα (άγιου) Γρηγορίου Ζ’ (Hildebrand της Sovana), τον 11ο αιώνα. Η συστηματική εκμετάλλευσή τους έγινε από τον Ουρβανό Β’ (Odo de Chatillon), στα χρόνια της 1ης Σταυροφορίας, και δίδονταν σ’ όσους συμβάλανε οικονομικά στην ανοικοδόμηση της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου. Ο ίδιος έδωσε το προνόμιο έκδοσης συγχωροχαρτιών για τη γερμανική Σαξονία σε μια αδελφή του. Aπό εκεί κληρονόμησε αργότερα το εκδοτικό προνόμιο ένας άπληστος επίσκοπος, ο οποίος πλημμύρισε τη Γερμανία σε τέτοιο βαθμό, ώστε να προκαλέσει αργότερα την αγανάκτηση του Λούθηρου.
Κάποια μεταγενέστερη εποχή φαίνεται να εξεδήλωσε ο πάπας της Ρώμης τη δυσφορία του για την καταπάτηση του αποκλειστικού «δικαίωματός του» (!) λόγω έκδοσης συγχωροχαρτιών από τους Ορθοδόξους, οπότε η αντίδραση των Ανατολικών ήταν αποφασιστική, όπως συμβαίνει πάντα σε θέματα θεολογικών αρχών: «…το δε λέγειν αποκεκληρωμένος έχει την εξουσίαν του διδόναι ταύτα μόνον ο Ρώμης Πάπας, ψεύδος εστί προφανές και της των Λατίνων ατόπου καινοτομίας» (Ι.Ν. Καρμίρης: Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία).

Στα τέλη του 17ου αιώνα εκδηλώθηκε στάση από τον ηγούμενο της μονής του Σινά, Ανανία, ο οποίος βρισκόταν σε ανταγωνισμό με την Ιερουσαλήμ για την προσέλκυση «πιστών» στα προσκυνήματα. Με την ανεξαρτητοποίησή του εξέδωσε ο Ανανίας δικά του συγχωροχάρτια, με αποτέλεσμα να προκαλέσει την έχθρα των τεσσάρων ορθόδοξων πατριαρχών. Του καταλόγισαν λοιπόν σε πατριαρχική σύσκεψη την αποστασία αλλά πρωτίστως την οικειοποίηση του «δικαιώματός» τους για έκδοση χαρτιών συγχωρήσεως από πάσης αμαρτίας: «… ετόλμησε διαμερίζειν και συγχωροχάρτια στάμπινα ο ηγούμενος, όπερ μόνον τοις Πατριάρχαις εφειμένον εστί», όπως αναφέρεται σε εγκύκλιο που εξέδωσε το έτος 1689 ο πατριάρχης Κων/πόλεως Καλλίνικος. Εδώ μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο ηγούμενος Ανανίας έδειξε κλασική αχαριστία παραγιού, ο οποίος έμαθε την τέχνη πλουτισμού κοντά στους μαΐστορες και θεώρησε καλό να αυτονομηθεί και να «δουλεύει» πλέον για δικό του λογαριασμό…

Κατά τα τελευταία χρόνια, μετά τις δημοσιεύσεις του Φ.Ηλιού θυμήθηκαν διάφοροι εκκλησιαστικοί παράγοντες να ασχοληθούν με το «ξεχασμένο» και «αποσιωπημένο θέμα» των ορθόδοξων συγχωροχαρτιών. Kατάληξη αυτής της ενασχόλησης ήταν, αρχικά η ομολογία ότι αυτά (φυσικά) υπήρχαν και στη συνέχεια ακολουθούσε η προσπάθεια συσκότισης: ήταν για καλό σκοπό τα ορθόδοξα συγχωροχάρτια, όχι σαν τα παπικά, τα οποία ήταν για εμπόριο. «Η παπική θεολογία, το παπικό υπόβαθρο που σχετίζεται με τα Συγχωροχάρτια δεν υπάρχει σε μας. Απλούστατα απαντούν στον λαό, ότι «Κι εμείς συγχωρούμε» και βγάλανε αυτά τα κείμενα που είναι ΣΑΝ Συγχωροχάρτια, «οιωνεί Συγχωροχάρτια»» (κληρικός και καθηγ. πανεπιστημίου Γ. Μεταλληνός).
Καταρχάς, η δήθεν απουσία «θεολογικού» υποβάθρου για τα συγχωροχάρτια στην Ανατολή που διαπιστώνει με ευχαρίστηση ο κ. Μεταλληνός, αποτελεί ανακρίβεια, αφού υπάρχει απόφαση πατριαρχικής συνόδου του 1727. Συνεδρίασαν οι πατριάρχες χωρίς τη συνδρομή του Αγίου Πνεύματος; Σίγουρα, δεν έχει εντοπιστεί ή αποκρύπτεται στα αρχεία κάποια μακροσκελής αιτιολόγηση, πιθανόν επειδή δεν βρέθηκε ή δεν τόλμησε κανείς να αμφισβητήσει δημόσια τα συγχωροχάρτια κι έτσι έμεινε η «θεολογική πραγματεία» στα αζήτητα. Είναι γνωστό ότι πολύ συχνά κατήγγειλαν εκκλησιαστικοί κύκλοι στην οθωμανική διοίκηση αντιφρονούντες χριστιανούς ως «αιρετικούς» ή «στασιαστές» και από εκεί κατέληγαν οι καταγγελόμενοι σε βασανιστήρια και σε εκτέλεση (θα δημοσιεύσουμε σύντομα σχετικά καταγγελτικά κείμενα του οικουμενικού πατριαρχείου κατά δυστροπούντων χριστιανών).

Αλλά και στην απλούστερη των δυνατών εκδοχών, ο κ. Μεταλληνός ισχυρίζεται ότι κυκλοφόρησαν οι Ανατολικοί τα συγχωροχάρτια, περίπου επί 5 αιώνες, μόνο για λόγους ανταγωνισμού, για να μην φανούν υποδεέστεροι των Δυτικών! Νέο καπέλο εσείς, νέο κι εμείς, νέο αμάξι εσείς, νέο κι εμείς! Ο κ. Μεταλληνός προσπαθεί να μας πείσει ότι με αυτό το μικροαστικό σκεπτικό ενεργούσαν οι πατριάρχες, τη στιγμή που ξέρουμε ότι προέκυπτε ζεστό χρήμα από το εμπόριο αυτών των προϊόντων «πίστης και αφοσίωσης»!

Ο επίσης θεολόγος και καθηγ. πανεπιστημίου Σάββας Aγουρίδης υποστηρίζει, για το ίδιο θέμα, ότι πρόκειται για «πράγματα, για τα οποία η Ανατολική Εκκλησία κατηγορεί τη Δυτική, στην ουσία τα εφαρμόζει όμως και ή ίδια με πολύ ασήμαντες παραλλαγές…» (Σ. Χαραλαμπάκη: «Τα ανάποδα της θρησκείας»). Πάντως και η καθολική εκκλησία σε κείμενά της «Τί είναι και τί δεν ήταν τα συγχωροχάρτια», περίπου τα ίδια ισχυρίζεται, κάτι «σαν συγχωροχάρτια» μοίραζαν κι εκείνοι, αλλά κάποιοι κακοί τα εκμεταλλεύτηκαν…
Διάφοροι εκκλησιαστικοί «ερμηνευτές» λόγων και γεγονότων υποστηρίζουν ότι τα συγχωροχάρτια ήταν επιβεβαιωτικά κάποιας προϋπάρχουσας ή μελλοντικής συγχώρησης από τον ενοριακό ιερωμένο, αλλά δεν μπορούν να εξηγήσουν γιατί εκδίδονταν αυτά ακόμα και για ήδη πεθαμένους ή γιατί μπορούσε να τα προμηθευτεί μαζικά οποιοσδήποτε στα Ιεροσόλυμα και αλλού και να τα διανείμει, μετά την επιστροφή του, ως δώρο σε συγγενείς και φίλους, αφού συμπλήρωνε στην προβλεπόμενη θέση το όνομα του αποδέκτη (κάτι σαν λαχνούς σε πολυκαταστήματα).

Όπως αναφέρει στα άρθρα του ο Φ. Ηλιού, πολλά από τα συγχωροχάρτια που εκδόθηκαν για ζώντες, έχουν χαθεί επειδή τοποθετούνταν στα χέρια των αποθανόντων στο φέρετρο. Καθένας μπορεί να αντιληφθεί σε ποιου είδους «πίστη» καθοδηγείτο και καθοδηγείται ακόμα ο αμαθής λαός με την προώθηση τέτοιων «βεβαιώσεων» από την ανατολική και τη δυτική χριστιανική Εκκλησία.

Ενδιαφέρον είναι εδώ να επαναλάβουμε ότι, ενώ τα παπικά συγχωροχάρτια αναφέρονταν και περιγράφονταν στα ελληνικά σχολικά βιβλία, για τα ορθόδοξα ποτέ και πουθενά δεν γινόταν κουβέντα, έστω και υποστηρικτικά – μια και συζητιέται αυτή την εποχή το θέμα ενός σχολικού βιβλίου Ιστορίας. Έπρεπε να έρθει ο μακαρίτης Φ. Ηλιού να βγάλει τα συγχωροχάρτια από το σεντούκι της λησμονιάς και να αναγκάσει τους Χριστόδουλους να σιωπούν και τους Μεταλληνούς να επινοούν μύριες ανοησίες για να δικαιολογήσουν αυτή την αθλιότητα.

Η ειλικρινής ομολογία ότι ο εκκλησιαστικός μηχανισμός ενδιαφερόταν για το χρήμα, ακόμα και στις δύσκολες στιγμές του λαού, τους είναι αδιανόητη, αφού σε όλη την ιστορία του χριστιανισμού μόνο το ψεύδος, η συκοφαντία και η αποσιώπηση τους εξυπηρέτησε! Και φυσικά, πρέπει να υποβληθεί δραστική ένσταση εναντίον αυτού του σχολικού βιβλίου Ιστορίας, αφού παραλείπει ένα σημαντικό και αναμφισβήτητο γεγονός – εκτός αν το αναφέρει κάπου και δεν το είδα, τόσο γρήγορα που το διάβασα.

Σ’ αυτή τη διεύθυνση περιέχονται σε μορφή πρακτικού οι επισκέψεις και οι εισπράξεις ενός Χρύσανθου Νοταρά (1663-1731, από το 1707 πατριάρχης Ιεροσολύμων), μερικές από τις οποίες οφείλονται σε συγχωροχάρτια, ενώ άλλες αναφέρονται απλά ως «εισφορές».
Στο επόμενο η Συνέχεια.

Στέλιος Φραγκόπουλος,

    Share This




  • Meta

    • Log in
    • Entries RSS
    • Comments RSS
    • WordPress.org

You can change this text using Theme Setting > Footer